- ἆσεν
- ἀάωhurtaor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνίασεν — ἀ̱νίᾱσεν , ἀνιάω grieve aor ind act 3rd sg (attic doric aeolic) ἀ̱νί̱ασεν , ἀνιάζω grieve aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνί̱ασεν , ἀνιάζω grieve aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Ασάν — Δυναστεία Βούλγαρων ηγεμόνων (1186–1398). Κυριότεροι εκπρόσωποί της ήταν ο Ιωάννης Α., ο δημιουργός του δεύτερου βουλγαρικού κράτους, που δολοφονήθηκε το 1195 και ο Ιωάννης Α. Β’ (1218 41), που συμμάχησε με τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης.… … Dictionary of Greek
Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Σισμανίδες — Βασιλική δυναστεία της Βουλγαρίας (1323 1371) και πριγκιπική του Τύρνοβου (1371 1393). 1. Σισμάν A’, Μιχαήλ. Ιδρυτής της δυναστείας. Εκλέχτηκε από τους βογιάρους τσάρος και διαδέχτηκε στο θρόνο του Τύρνοβου το Γεώργιο Τερτερή B’. Αναμείχτηκε στον … Dictionary of Greek
Φαμπρίτσιους, Γιαν — (Fabricius, Άσεν 1871 – Μπροαντστόουν, Μεγάλη Βρετανία 1964). Ολλανδός θεατρικός συγγραφέας. Ασχολήθηκε με τη δραματική τέχνη και με τη δημοσιογραφία τόσο στην πατρίδα του όσο και στις Ολλανδικές Ινδίες, όπου πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του… … Dictionary of Greek
κατεπίασεν — κατεπΐᾱσεν , κατά , ἐπί ἀάω hurt aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) κατεπί̱ασεν , κατά , ἐπί ἰάζω aor ind act 3rd sg κατά , ἐπί ἰάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κατά πιάζω aor ind act 3rd sg κατά πιέζω Ep.. aor ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεπίασεν — ἀπεπΐᾱσεν , ἀπό , ἐπί ἀάω hurt aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀπεπί̱ασεν , ἀπό , ἐπί ἰάζω aor ind act 3rd sg ἀπό , ἐπί ἰάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀπό πιάζω aor ind act 3rd sg ἀπό πιέζω Ep.. aor ind act 3rd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄασεν — ἀάω hurt aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄ̱ασεν , ἀάζω breathe with the mouth wide open aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀάζω breathe with the mouth wide open aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)